- προσαισθάνομαι
- προσαισθάνομαι,A perceive besides, Arist.Mem.450a21.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προσαισθάνομαι — Α αισθάνομαι, αντιλαμβάνομαι κάτι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αἰσθάνομαι] … Dictionary of Greek